Feedback

Ηλεκτρονική Υπηρεσία Υποστήριξης μελών & φίλων

Μέσα από το κίνημα η φωνή σου ακούγεται.

2. ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το ΠΑΣΟΚ -Κίνημα Αλλαγής έχει προτείνει πριν από την θέσπιση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μέτρα για την οριζόντια ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων αλλά και της απασχόλησης, με στόχο την αναβάθμιση της κεφαλαιακής βάσης και των ανθρώπινου δυναμικού της ελληνικής οικονομίας.

2.1 Ενίσχυση παραγωγικών επενδύσεων

Για την τόνωση της απασχόλησης έχει προταθεί η έκπτωση με αυξημένο συντελεστή ολόκληρου του εργοδοτικού κόστους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για κάθε μια νέα θέση εργασίας που συστήνει μια επιχείρηση.

Ειδικά για τις παραγωγικές επενδύσεις προτείνουμε τρεις πολιτικές:

  1. Επιταχυνόμενες αποσβέσεις επενδύσεων που έχουν σχέση με έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη.
  2. Γενναία φορολογικά κίνητρα για τις συγχωνεύσεις μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και τη δημιουργία επιχειρηματικών συστάδων στον βαθμό που δεν στρεβλώνουν την εγχώρια αγορά.
  3. Τη μεταρρύθμιση και αναβάθμιση των βιομηχανικών και τεχνολογικών πάρκων της χώρας με χορήγηση πολύ μεγάλων κινήτρων για μεταστέγαση μεταποιητικών επιχειρήσεων σε αυτά.

2.2 Βιομηχανική χωροθέτηση

Κλειδί για την απρόσκοπτη ίδρυση, λειτουργία και ανάπτυξη νέων ή/και την ανανέωση παλιότερων παραγωγικών επιχειρήσεων είναι η ύπαρξη οργανωμένης χωροθέτησης, όπως οι 27 Βιομηχανικές Περιοχές (ΒΙΠΕ), τα Βιοτεχνικά Πάρκα (ΒΙΟΠΑ), καθώς και τα Επιχειρηματικά Πάρκα (ΕΠΠΑ), τα οποία μπορούν να φιλοξενούν ηπιότερες παραγωγικές διαδικασίες. Διαφέρουν όμως πολύ ως προς τον βαθμό πληρότητας, εξειδίκευσης, ποιότητας και επάρκειας υποδομών, καθώς και στις δυνατότητες τεχνολογικής και ενεργειακής αναβάθμισης. Στόχοι του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ είναι:

  1. Να αξιολογηθούν οι προοπτικές σε κάθε υφιστάμενη βιομηχανική χωροθέτηση (ΒΙΠΕ και ΒΙΟΠΑ), να καταγραφούν οι ελλείψεις και οι απαραίτητες υποδομές και να χρηματοδοτηθούν τα απαιτούμενα έργα από το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας. Μετά την εκχώρηση των Βιομηχανικών Περιοχών της ΕΤΒΑ σε ένα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο, πρέπει να διασφαλιστεί η ανταγωνιστική λειτουργία των εγκατεστημένων επιχειρήσεων χωρίς υπέρογκες νέες επιβαρύνσεις ή πρακτικές. Στις σημερινές συνθήκες αυξημένου ενεργειακού κόστους τα μέτρα εξυγίανσης, εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης υποδομών στις υπάρχουσες βιομηχανικές περιοχές είναι απαραίτητο να ενταχθούν στις χρηματοδοτούμενες δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας.
  2. Σε περίπτωση έλλειψης της κατάλληλης χωροθέτησης να σχεδιαστούν νέοι χώροι σε όσες Περιφέρειες ή Περιφερειακές Ενότητες διαπιστώνεται ανάγκη δημιουργίας και εγκατάστασης νέων μονάδων.
  3. Σε περίπτωση υπολειτουργίας μιας ΒΙΠΕ ή ΒΙΟΠΑ να γίνεται προσπάθεια συγκέντρωσης ομοειδών παραγωγικών δραστηριοτήτων, ώστε να προωθούνται συνεργασίες και καλύτερες αποδόσεις κλίμακας σε μια σειρά από δραστηριότητες (πχ μάρκετινγκ, προώθηση εξαγωγών, έρευνα, κλπ). Ιδιαίτερη σημασία έχει η συγκέντρωση επιχειρήσεων τοπικής παραγωγής και επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων σε μία ενιαία χωροθέτηση, με στόχο την ενίσχυση και προώθηση τους στις διεθνείς αγορές.
  4. Κατασκευή υποδομών ενέργειας και εξοικονόμησης σε κάθε χωροθέτηση, ώστε να ενισχύεται η ενεργειακή αυτονομία και να μειώνεται το συνολικό κόστος παραγωγής. Ειδικά στα νησιά, προτείνεται η δημιουργία ενός ΕΠΠΑ σε κάθε περιοχή, το οποίο θα περιλαμβάνει ολοκληρωμένες υποδομές παραγωγής ενέργειας και κυκλικής οικονομίας. Επιπλέον, για να είναι ολοκληρωμένη η παρέμβαση, μείζον θέμα είναι βελτίωση του δικτύου σύνδεσης όλων των οργανωμένων υποδοχέων με τα εθνικά μεταφορικά δίκτυα και τους βασικούς τους κόμβους.
  5. Κατασκευή ΒΙΠΕ για τις μεγάλες εκτάσεις βιομηχανικής δραστηριότητας που σήμερα είναι αδόμητες, άναρχες και συχνά καταστροφικές για την ποιότητα του Περιβάλλοντος. Κορυφαίο παράδειγμα χωροθετικής ανευθυνότητας και διαχρονικής περιβαλλοντικής βλάβης είναι η περιοχή των Οινοφύτων, η οποία πρέπει επειγόντως να οργανωθεί σε σύγχρονη ΒΙΠΕ με όλες τις κατάλληλες υποδομές αποθήκευσης, μεταφορών και διασύνδεσης.

Στο πεδίο αυτό η Κυβέρνηση της ΝΔ ενέταξε έργο 8 με φορείς υλοποίησης τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας και το ΤΑΙΠΕΔ για την δημιουργία, αναβάθμιση και εξυγίανση εννέα βιομηχανικών πάρκων σε όλη την ελληνική επικράτεια ωστόσο είναι πιθανόν το έργο να ναυαγήσει ως προς την αποτελεσματικότητα του αν δεν υπάρξει σοβαρή ανταπόκριση από τον μεταποιητικό κλάδο στον οποίο απευθύνεται.

Προκαλείται το ερώτημα, γιατί η εν λόγω πρωτοβουλία δεν αφορά και τους 53 οργανωμένους υποδοχείς επιχειρήσεων που υπάρχουν σήμερα σε ολόκληρη την χώρα και ποιο είναι τα κριτήρια επιλογής των υπό αναβάθμιση πάρκων. Το ΚΙΝΑΛ προτείνει μεσοπρόθεσμος στόχος να είναι η μετατροπή και των 70 περίπου Άτυπων Βιομηχανικών Συγκεντρώσεων (με έκταση μεγαλύτερη των 300 στρεμμάτων και με άθροισμα των επιφανειών κάλυψης των δομημένων γηπέδων μεγαλύτερο του 10% της συνολικής έκτασης και με συνολική έκταση άνω των 60.000 στρεμμάτων και αριθμό εγκατεστημένων επιχειρήσεων άνω των 3.000 σύμφωνα με τον ΣΕΒ), σε δομές οργανωμένων υποδοχέων όπου είναι εφικτό. 9

Οι προτάσεις αυτές πρέπει να εξειδικευτούν ακόμα περισσότερο ώστε να γίνουν πιο στοχευμένες για τον τομέα της μεταποίησης στην Ελλάδα, χωρίς να παραβιάζουν τους ευρωπαϊκούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να αυξηθεί σημαντικά η προβλεπόμενη ροή πόρων στην οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή από το Ταμείο Ανάκαμψης, από το νέο ΕΣΠΑ και από τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο.

Επίσης το Κίνημα Αλλαγής υποστηρίζει ότι η αναβάθμιση και επέκταση των βιομηχανικών υποδομών δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ενεργή συμμετοχή των ΟΤΑ και των τοπικών παραγωγικών φορέων. Γιατί είναι προφανές ότι αρκετά επιχειρηματικά πάρκα και οι φιλοξενούμενες σε αυτά επιχειρήσεις εξαρτώνται από τα τοπικά χαρακτηριστικά.

Για παράδειγμα η τοπική αγροτική παραγωγή καθορίζει εν πολλοίς τον τύπο της βιομηχανίας τροφίμων ή ποτοποιίας μιας περιοχής και η ύπαρξη συγκεκριμένων πρώτων υλών το είδος μιας μεταποιητικής δραστηριότητας. Το πλαίσιο συνεργασίας θα είναι δεσμευτικό για τους στόχους και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων, καθώς και για τις υπηρεσίες που θα παρέχονται από τους ΟΤΑ.

2.3 Το στοίχημα της κυκλικής οικονομίας

Η ανάκτηση και επαναχρησιμοποίηση του νερού (σε μη πόσιμες χρήσεις), η υιοθέτηση της αφαλάτωσης (με χρήση ΑΠΕ) και η οργάνωση της διαχείρισης στερεών αποβλήτων (για σειρά χρήσεων, μεταξύ των οποίων και η παραγωγή βιομεθανίου), θα πρέπει να αποτελέσουν κεντρικούς στόχους της χώρας.

Μία έμμεση παραγωγική ενίσχυση απόλυτα συμβατή με τους στόχους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι οι επιδοτήσεις για την προσαρμογή σε όλες στις πλέον προηγμένες περιβαλλοντικές προδιαγραφές όλων των μεταποιητικών μονάδων της χώρας.

Στο πλαίσιο αυτό είναι ξεκάθαρο ότι στην Ελλάδα λείπει μια σοβαρή βιομηχανία ανακύκλωσης απορριμμάτων, κάτι που οδηγεί στη νοσηρή κατάσταση επιχειρήσεις εμπορίας απορριμμάτων να κερδοσκοπούν από την εξαγωγή απορριμμάτων στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου η χώρα κατατάσσεται στις τελευταίες στην ανακύκλωση στερεών απορριμμάτων.

Η ανάπτυξη μιας υγειούς βιομηχανίας στο πεδίο προφανώς δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην ιδιωτική οικονομία αφού το μεγαλύτερο κομμάτι των απορριμμάτων (οικιακών, βιομηχανικών, υγειονομικών, οικοδομικών, αγροτικών καθώς και βιομάζας) ήδη βρίσκεται στη διαχείριση του Κράτους ενώ το αντικείμενο έχει μεγάλο αριθμό περιβαλλοντικών κανόνων που οφείλουν να τηρούνται.

Η χωροθέτηση, η αδειοδότηση, η ζεύξη επενδύσεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ίσως αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά στοιχήματα της χώρας τα επόμενα χρόνια.

Σημειώνεται ότι σε επίπεδο ευρωπαϊκό επίπεδο η κυκλική οικονομία υπολογίζεται ότι καταλαμβάνει το 1% (με στοιχεία του 2017) 10 ενώ υπάρχουν μελέτες που καταδεικνύουν ότι η επένδυση στην κυκλική οικονομία θα μπορούσε να οδηγήσει αύξηση πολλών ποσοστιαίων μονάδων στο ΑΕΠ.

2.4  Αναβάθμιση της αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας

Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής στήριξε τις συμφωνίες για την αγορά των αεροπλάνων Rafale και των φρεγατών Belharra, καθώς και την Ελληνογαλλική Αμυντική Συμφωνία, για να έχουμε όλα τα μέσα περιφρούρησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Δεν μένουμε όμως μόνο σε αυτό. Μέσα από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό κόμμα πιέζει για την ωρίμανση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής στην ΕΕ και προστάσει συνεχώς την άποψη ότι είναι αδιανόητο την ίδια ώρα που η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο αμυντικό προϋπολογισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ένωση, άλλα ευρωπαϊκά κράτη να συνεχίζουν να εξοπλίζουν την Τουρκία που απειλεί κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας.

Μάλιστα οι παραπάνω αγορές ξαναέβαλαν τη χώρα μας στην πρώτη θέση ανάμεσα και σε όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ 11 σε αμυντικές δαπάνες οι οποίες το 2021 άγγιξαν το 3,82% του ΑΕΠ με τις δαπάνες για πολεμικούς εξοπλισμούς να αγγίζουν το 38,3% του συνόλου.

Στο πεδίο αυτό δεν πρέπει όμως να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος δεδομένης και της νέας γεωπολιτικής εποχής που ξεκίνησε με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Με δεδομένη την ανάγκη απόκτησης αμυντικών συστημάτων, η χώρα οφείλει όχι μόνο να αγοράζει στρατιωτικό εξοπλισμό, αλλά και να παράγει, ώστε να δημιουργήσουμε προστιθέμενη αξία τόσο για την οικονομία μας, όσο και για τις ένοπλες δυνάμεις.

Σε αυτό το πεδίο υπάρχουν δύο βασικά πεδία και συγκεκριμένοι εγχώριοι παίκτες που πρέπει να ενεργοποιηθούν.

Στο πρώτο πεδίο που αφορά τους εξοπλισμούς τους στρατού ξηράς και της αεροπορίας πρέπει να υπάρξει μια τεράστια σύμπραξη ανάμεσα 2 κρατικές βιομηχανίες ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία) και ΕΑΣ (Ελληνικά Αμυντικά συστήματα) και τους Έλληνες κατασκευαστές αμυντικού υλικού. Αυτό όμως προϋποθέτει και την εξυγίανση του συστήματος προμηθειών.

Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας οφείλει να οργανώσει μια εγχώρια αμυντική βιομηχανία που ως κεντρικό σκοπό της θα έχει την κλιμακωτή αύξηση της εγχώριας παραγωγής για τους αναγκαίους εξοπλισμούς, με τις μορφές της συμπαραγωγής και της συμμετοχής στην συντήρηση και υποστήριξη των οπλικών συστημάτων.

Παράλληλα πρέπει να προωθηθούν συμπράξεις είτε σε διεθνή, είτε όταν υπάρχουν ώριμες συνθήκες σε αμιγώς εθνικά προγράμματα, έρευνας και ανάπτυξης νέων αμυντικών συστημάτων.

Φυσικά στο πεδίο αυτό πρέπει να αποφύγουμε τα λάθη με αντισταθμιστικά και μεσάζοντες , αλλά να προχωρήσουμε σε διαφανείς συνεργασίες που θα τονώνουν τους εγχώριες επενδύσεις και θα προσελκύουν αντίστοιχες από το εξωτερικό. Προφανώς στο πεδίο αυτά κρίσιμος είναι ο αναβαθμισμένος ρόλος των Γενικών Επιτελείων στο σχεδιασμό των απαιτούμενων εξοπλισμών με βάση τις επιχειρησιακές ανάγκες.

Το άλλο συναφές πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας είναι η ναυπηγική δραστηριότητα. Σε αυτό το επίπεδο επίσης στο παρελθόν έγιναν λάθη επιλογών τα οποία οδήγησαν τα μεγάλα ναυπηγεία της χώρας σε οριακή κατάσταση, λόγω και των ανοικτών υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων που θεωρήθηκαν ότι δόθηκαν παρατύπως.

Στην παρούσα φάση βρίσκεται σε εξέλιξη η πώληση των περιουσιακών στοιχείων στα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά και της Ελευσίνας. Η Κυβέρνηση δυστυχώς και σε αυτήν την περίπτωση έχει επιλέξει να στηρίξει τις ελπίδες της για αναβίωση των επιχειρήσεων στις προθέσεις μεμονωμένων επιχειρηματιών και στις προϋποθέσεις που θέτουν αυτοί για να προχωρήσουν σε επενδύσεις.

Η λύση αυτή ήδη φαίνεται ότι είναι αλυσιτελής, τουλάχιστον για την αναβίωση με δραστικό τρόπο της ναυπηγικής βιομηχανίας στη χώρα. Το γεγονός ότι δεν επιδίωξε το δρόμο της συμπαραγωγής από την ναυπηγική βιομηχανία στην Ελλάδα ένα μέρος από τις νέες παραγγελίες του πολεμικού ναυτικού ίσως αποδειχτεί και η ταφόπλακα των ναυπηγείων.

Στο πεδίο αυτό χρειάζονται τολμηρές πολιτικές λύσεις. Και καταλυτικός παίκτης αυτών των λύσεων μπορεί να είναι ένας εγχώριος παίκτης υψηλής διεθνούς παρουσίας αλλά μικρής εγχώριας προστιθέμενης αξίας προς το παρόν. Ο εθνικός κλάδος της ποντοπόρου ναυτιλίας.

Γύρω από τα ελληνικά ναυπηγεία μπορεί να χτιστεί μια τεράστια σύμπραξη ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο μέσα από το Ελληνικό Ναυτικό, τους έλληνες ιδιοκτήτες ποντοπόρων πλοίων ανεξάρτητα από το που είναι η έδρα τους (και τα έμπειρα στελέχη των επιχειρήσεων τους που αυτή εμπλέκονται ενεργά στην κατασκευή πλοίων στην Κίνα, την Κορέα κλπ) και φυσικά τους εργαζόμενους των ναυπηγείων που έως σήμερα τα κρατάνε ανοικτά μέσα από τα εναπομείναντα προγράμματα του Πολεμικού Ναυτικού.

Τα ναυπηγεία θα μπορέσουν μέσα από αλληλοσυμπληρούμενα στρατιωτικά και εμπορικά σκέλη να εξυπηρετούν τόσο τις ανάγκες του ελληνικού πολεμικού ναυτικικού όσο και τις ανάγκες του ελληνόκτητου στόλου

Για όλα αυτά τα ζητήματα η Κυβέρνηση έχει ένα νέο πολιτικό παράθυρο που ανοίγει η νέα έκτακτη γεωπολιτική κατάσταση. Πρέπει να προχωρήσει με αποφασιστικότητα και να κλείσει όλες τις εκκρεμότητες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και να εξασφαλίσει και την ευρωπαϊκή υποστήριξη στο εγχείρημα αυτό.

2.5 Ένα εθνικό πρόγραμμα χρηματοδότηση της καινοτομίας

Πέρα από την προτεινόμενη ολοκληρωμένη πολιτική για τη δευτερογενή παραγωγή, που περιλαμβάνει τη μεταποίηση και τις κατασκευές, απαιτείται και μια τολμηρή κρατική πολιτική ουσιαστικής συγχρηματοδότησης της επιχειρηματικής καινοτομίας.

Και αυτό γιατί όπως καταγράφει και η Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη οι επιδόσεις της χώρας σε όρους καινοτομίας ιδιαίτερα χαμηλές. Η Ελλάδα υστερεί στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Καινοτομίας, με επίδοση ίση με το 75% του μέσου όρου στην ΕΕ. Η μεγαλύτερη υστέρηση ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες του δείκτη καταγράφεται στις δαπάνες για επενδύσεις τύπου venture capital (16,0% του μ.ό. της ΕΕ), στα άυλα περιουσιακά στοιχεία (36% του μ.ό. της ΕΕ) και στις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (research and development) στον επιχειρηματικό τομέα (39,3% του μ.ό. της ΕΕ).

Μόλις το 14,3% των εργαζομένων στη μεταποίηση στην Ελλάδα απασχολείται σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας, έναντι 37,5% στην ΕΕ.

Στόχος αυτής της πολιτικής είναι να δημιουργήσουμε ένα επιχειρηματικό οικοσύστημα υψηλής τεχνολογίας. Δηλαδή σε ένα δίκτυο εταιρικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των πελατών, των ανταγωνιστών και των κρατικών φορέων που συμβάλουν στην παροχή ενός προϊόντος ή υπηρεσίας μέσω του ανταγωνισμού και της συνεργασίας.

Το πιο γνωστό και πετυχημένο οικοσύστημα παγκοσμίως είναι αυτό της Silicon Valley. Ωστόσο υπάρχει ένα άλλο πιο κοντινό και συμβατό παράδειγμα προς μίμηση στο επίπεδο της καινοτομίας και αυτό είναι του Ισραήλ μιας χώρας με ΑΕΠ και πληθυσμό συγκρίσιμα με της Ελλάδας.

Το Ισραήλ έχει καταφέρει να φτιάξει ένα οικοσύστημα περίπου 3000 επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας οι οποίες έχουν πρωταγωνιστήσει σε παγκόσμιο επίπεδο με πατέντες ευρεσιτεχνίας όπως το πρώτο πρόγραμμα ανταλλαγής μηνυμάτων (instant messaging) που αποτέλεσε πρόδρομο των social media, της μνήμης φλας (flash memory), του πρώτου ψηφιακού εκτυπωτή, των πρώτων μορφών τεχνολογίας για αυτοκινούμενα οχήματα κλπ.

Οι τέσσερις πυλώνες αυτής της επιτυχίας υπήρξαν η συμβολή των Ισραηλινών ακαδημαϊκών και ερευνητικών προγραμμάτων, το υψηλό πνεύμα επιχειρηματικότητας, η προσέλκυση του μεγαλύτερου ποσοστού ως ποσοστό του ΑΕΠ σε επενδύσεις από venture capitals ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και η στιβαρή κρατική υποστήριξη της εμπορικής έρευνας και ανάπτυξης.

Σημειώνεται ότι με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το έτος 2020 η ακαθάριστη εγχώρια δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη στο Ισραήλ αντιστοιχεί στο 5,4% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν 2,7% και της Ελλάδας ήταν 1,5% παρά την σταδιακή αύξηση τους την τελευταία δεκαετία.

Θεωρητικά σε αυτό το ζήτημα υπάρχει ένα μεγάλο αλλά όχι ανυπέρβλητο πρόβλημα: Η χρηματοδότηση έργων καινοτομίας μέσα από start ups αλλά και τις ήδη υφιστάμενες επιχειρηματικές δομές προϋποθέτει μεγάλη αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών για την έρευνα και την ανάπτυξη.

Ωστόσο είναι δεδομένο ότι μόνο ένα μικρό μέρος της χρηματοδότησης και της έρευνας καταλήγει σε κερδοφόρα αποτελέσματα. Ενδεικτικά, στο Ισραήλ βάσει της επεξεργασίας των στοιχείων μιας δεκαπενταετίας (1999-2014) από 10.190 start ups επιτυχημένες χαρακτηρίστηκαν μόλις το 5%.

Αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό δημόσιο πρέπει να συμβάλει σε μια προσπάθεια που μπορεί να «καίει» το 95% των επενδυμένων δημόσιων και ιδιωτικών πόρων με τη προσδοκία ότι το 5% θα αποφέρει προστιθέμενη αξία που θα αντισταθμίσει τη δαπάνη και θα αποφέρει οφέλη.

Το κόστος για έρευνα και ανάπτυξη δεδομένης της αβέβαιης έκβασης του μπορεί να είναι πολιτικά δύσκολο να προωθηθεί σε μια χώρα με πιο παραδοσιακές και παρωχημένες μορφές στήριξης της επιχειρηματικότητας.

Όμως είναι ένας στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. Αλλά αποτελεί μια ύστατη ευκαιρία για τη χώρα να μη χάσει το τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης με συντριπτικές συνέπειες για την γωο-οικονομική θέση της.

Το πρώτο σκαλοπάτι για να επιτευχθεί είναι να επιτευχθούν τα ποσοστά επενδύσεων των χωρών του ΟΟΣΑ. Αυτό σημαίνει ότι τα περίπου 2,5 δισεκ. ευρώ που δαπανήθηκαν το 2020 το ποσό θα πρέπει την επόμενη πενταετία να διπλασιαστεί.

Για τα 2,5 δισεκ. ευρώ που λείπουν ετησίως πρέπει να υπολογίσουμε μια αναλογία 40% δημόσιου χρήματος που θα προσελκύει 60% από τον ιδιωτικό., τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια.

Στην ουσία η χώρα θα πρέπει να κατευθύνει 1 δισεκ. ευρώ πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το ΕΣΠΑ και τους Εθνικούς πόρους προς την κατεύθυνση αυτή.

Ωστόσο η συνταγή αυτή για να πετύχει πρέπει να λάβει υπόψη ότι η έρευνα θα πρέπει να χρηματοδοτείται όταν υπάρχει αντίστοιχο ενδιαφέρον και για συγχρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα, όπου η κρατική χρηματοδότηση υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούσε να φτάσει στο 50% των πόρων αλλά όχι πάνω από αυτό.

Για το λόγο αυτό απαιτείται το δημόσιο να χτίσει μια πλατφόρμα ζεύξης και συγχρηματοδότησης με δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους τόσο για start ups όσο και για υφιστάμενες εταιρείες που επιδιώκουν να προωθήσουν την καινοτομία τους μέσα από προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης είτε αυτά εκτελούνται αποκλειστικά από τις ίδιες είτε σε συνεργασία με ερευνητικά ιδρύματα. Στόχος είναι το δημόσιο με πόρους κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης που θα λειτουργούν συμπληρωματικά με πόρους από κλασσική τραπεζική χρηματοδότηση, από venture capitals ή business angels ή ακόμα και crowdfunding να χρηματοδοτήσει την έρευνα αυτή με αντίτιμο τη συμμετοχή στη μελλοντική κερδοφορία της έρευνας αυτής.

Η πλατφόρμα αυτή θα δίνει τη δυνατότητα στους διαθέσιμους επενδυτές όσο και στο δημόσια να συμμετέχουν με δυναμικό τρόπο στη συνδιαμόρφωση χρηματοδοτικού μίγματος για τη χρηματοδότηση της έρευνας καθώς και το μεσοπρόθεσμο χρονοδιάγραμμα της βασισμένο στο σχετικό business plan είτε της start up επιχείρησης είτε της υφιστάμενης επιχείρησης που επιδιώκει να ξεκινήσει είναι να επεκτείνει υφιστάμενο πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης.

Οι δημόσιοι πόροι θα μπορούσαν να προέλθουν ακόμα και αποκλειστικά από το σκέλος των δανεικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας τους οποίους η Κυβέρνηση κατευθύνει προς τον ιδιωτικό τομέα μόνο μέσα από το τραπεζικό σύστημα αλλά με εντελώς αδιαφανή κριτήρια.

Τέλος σε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσαν να υπάρξουν ειδικές ρήτρες για αυξημένη δημόσια χρηματοδότηση όταν η χρηματοδοτούμενη έρευνα συνδυάζεται με επαναπατρισμό επιστημόνων και επαγγελματιών από το εξωτερικό.

[8]  https://greece20.gov.gr/wp-content/uploads/2022/02/160.-Apofasi-entaksis-ergou_Nea-Biomixanika-Parka_16634_5162019.pdf [9]https://www.sev.org.gr/Uploads/Documents/50520/special_report_27_9_2017.pdf [10]https://www.nato.int/nato_static_fl2014/assets/pdf/2021/6/pdf/210611-pr-2021-094-en.pdf [11]https://www.nato.int/nato_static_fl2014/assets/pdf/2021/6/pdf/210611-pr-2021-094-en.pdf

Πες τη γνώμη σου

Για να δεις τα σχόλια και να έχεις πρόσβαση σε όλες τις δυνατότητες της πλατφόρμας μπορείς εύκολα να συνδεθείς εδώ

Μπορείς να συμμετέχεις!

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *